παραγλωσσικός

παραγλωσσικός
-ή, -ό
γλωσσ.
1. αυτός που μολονότι δεν ανήκει στο γλωσσικό σύστημα υποβοηθά την γλωσσική επικοινωνία
2. φρ. «παραγλωσσικά φαινόμενα» — φαινόμενα τα οποία χωρίς να αποτελούν μέρη τού γλωσσικού συστήματος ενσωματώνονται στη γλώσσα και βοηθούν στην επικοινωνία, όπως είναι ο επιτονισμός, οι εκφράσεις τού προσώπου, οι χειρονομίες κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”